Δημοσιεύτηκε σήμερα από το ECDC (European Centre for Disease Prevention and Control) μια σειρά από ειδικές αναφορές για το HIV/AIDS, αποτέλεσμα συλλογής δεδομένων από 55 χώρες. Σε αυτές καταγράφονται οι πρόοδοι των δέκα ετών που ακολούθησαν τη Διακήρυξη του Δουβλίνου (2004-2014) και εντοπίζονται οι βασικές προκλήσεις για δράση. Με ενδιαφέρον διαβάζουμε πως υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός αποδείξεων ότι συγκεκριμένες υποομάδες μεταναστών βρίσκονται σε αυξημένο ρίσκο να τους μεταδοθεί ο HIV μετά την άφιξή τους σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Αυτή η γνώση είναι κομβική για να αναδειχθούν οι ευαλωτότητες αυτών των πληθυσμών και ως αντίλογος σε πολιτικά φορτισμένες ρητορικές που μετατρέπουν αυθαίρετα τους χρήζοντες προστασίας σε ‘υγειονομικές βόμβες’.
Στην θεματική αναφορά για τους μετανάστες διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
Εντοπίζοντας την ενδεχόμενη χώρα της λοίμωξης
Οι κλινικές μέθοδοι για τον εντοπισμό της χώρας στην οποία ενδεχομένως εγινε μια HIV λοίμωξη σε άτομα που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό (ιστορικό σεξουαλικής συμπεριφοράς) στερούνται ακρίβειας. Για να ανταποκριθεί στην ανάγκη μεγαλύτερης ακρίβειας, το ECDC τρέχει ένα πρόγραμμα-πιλότο που εφαμόζει μια αντικειμενική μεθοδολογία η οποία βασίζεται στη δημιουργία ενός μοντέλου ρυθμού μείωσης των CD4 κυττάρων σε ασθενείς στο Βέλγιο, στην Ιταλία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα αρχικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που γεννήθηκαν στο εξωτερικό έγιναν θετικοί στον HIV σε αυτές τις χώρες. Αυτό τονίζει την ανάγκη για παρακολούθηση των λοιμώξεων που γίνονται εντός της χώρας και για οργάνωση στοχευμένων παρεμβάσων με στόχο την μείωση των καθυστερημένων διαγνώσεων και τις περαιτέρω μεταδόσεις.
Αναλυτικά μπορείτε να διαβάσετε στην ειδική αναφορά για τους μετανάστες ΕΔΩ